- κρωμᾱκόεις
- κρωμᾱκόεις, εσσα, εν, u. κρωμᾱκωτός, felsig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρωμακόεις — κρωμακόεις, εσσα, εν (Α) πετρώδης, κρημνώδης, τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρῶμαξ, ακος + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις, πετρ όεις)] … Dictionary of Greek